σιτηρῶν

σιτηρῶν
σῑτηρῶν , σιτηρός
of corn
fem gen pl
σῑτηρῶν , σιτηρός
of corn
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • εαρινοποίηση — Το φαινόμενο της ταχύτερης ωρίμανσης των χειμερινών σιτηρών, ύστερα από επίδραση χαμηλής θερμοκρασίας σε ελαφρώς διογκωμένους σπόρους τους πριν από τη σπορά. Κανονικά, αν οι σπόροι των χειμερινών σιτηρών διατηρηθούν σε υψηλή θερμοκρασία,… …   Dictionary of Greek

  • ορρεοπραιποσιτία — ὁρρεοπραιποσιτία, ἡ (Α) το έργο και το αξίωμα τού προϊσταμένου αποθήκης σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreorum praepositi «προϊστάμενοι αποθήκης σιτηρών» < horreum «αποθήκη σιτηρών» + praepositus, μτχ. τού praepono «προΐσταμαι»] …   Dictionary of Greek

  • ουίσκι — Αλκοολούχο ποτό, που λαμβάνεται από απόσταξη από τη ζύμωση γλεύκους σιτηρών και περισσότερο από κριθάρι ή αραβόσιτο. Το ποτό αυτό διαφέρει από το συνηθισμένο απόσταγμα σιτηρών, χάρη στη γεύση του, που οφείλεται στην ειδική επεξεργασία των πρώτων… …   Dictionary of Greek

  • σιρός — ο, ΝΜΑ, και σειρὸς Α κοιλότητα στο έδαφος, ή μεγάλο δοχείο ή κτίσμα για την αποθήκευση καρπών και, ιδίως, σιτηρών νεοελλ. τεχνολ. αεροστεγής κυλινδρική ή πρισματική αποθήκη για την αποθήκευση και συντήρηση σιτηρών, χορτονομής, ριζών και βολβών,… …   Dictionary of Greek

  • σπαρτικός — ή, ό / σπαρτικός, ή, όν, ΝΑ [σπαρτός] νεοελλ. 1. κατάλληλος για σπορά, αυτός που χρησιμοποιείται στη σπορά 2. το ουδ. ως ουσ. τα σπαρτικά τα έξοδα για τη σπορά 3. φρ. α) «σπαρτική μηχανή» (γεωργ. τεχνολ.) γεωργική μηχανή που χρησιμοποιείται για… …   Dictionary of Greek

  • όρριον — (I) ὄρριον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀρίγανον». (II) ὅρριον, τὸ (Α) 1. δημόσια ή ιδιωτική αποθήκη διαφόρων εμπορευμάτων και ιδίως σιτηρών 2. (κατ επέκτ.) δοχείο για τη φύλαξη σιτηρών 3. πανδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreum «αποθήκη σιτηρών» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”